- εθνικοποιώ
- (-έω)εφαρμόζω το σύστημα τής εθνικοποιήσεως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εθνικοποιώ — εθνικοποιώ, εθνικοποίησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εθνικοποιώ — εθνικοποίησα, εθνικοποιήθηκα, εθνικοποιημένος, και εθνοποιώ κάνω εθνικοποίηση (βλ. λ.), κρατικοποιώ: Με το σοσιαλισμό θα εθνικοποιηθούν τα ιδιωτικά σχολεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
εθνοποιώ — ( έω) εθνικοποιώ … Dictionary of Greek
εθνοποιώ — εθνοποίησα, εθνοποιήθηκα, εθνοποιημένος· βλ. εθνικοποιώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)